- κατάπασμα
- το (AM κατάπασμα) [καταπάσσω]η σκόνη που χρησιμοποιείται για πασπάλισμααρχ.η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταπάσσω*, το πασπάλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάπασμα — powder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπασμάτων — κατάπασμα powder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπάσματα — κατάπασμα powder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)